ακατάπειστος

ακατάπειστος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον καταπείσει: Μένει στην άρνησή του ακατάπειστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακατάπειστος — η, ο [καταπείθω] αυτός που δεν έχει καταπειστεί, που επιμένει στην άρνησή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”